ιερακίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα αρπακτικά ημερόβια πτηνά (αετός, ιέραξ, κίρκος, κιρκαετός, τριάρχης κ.ά.). Οι ι. έχουν αρκετά αγκιστρωτό ράμφος και, όπως συμβαίνει στα νυκτόβια κυρίως αρπακτικά, τα … Dictionary of Greek
οφιοφάγος — ο (Α ὀφιοφάγος, ον) αυτός που τρώει φίδια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφιοφάγος α) κοινή ονομασία τού πτηνού κιρκάετος β) επιστημονική ονομασία τού φιδιού βασιλική κόμπρα (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Ὀφιοφάγοι ονομασία λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις,… … Dictionary of Greek
αετοειδή — (aquilinae).Υποοικογένεια ιερακόμορφων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των ιερακιδών. Στα πουλιά αυτά περιλαμβάνονται ο αετός, o γυπαετός, o κιρκαετός, o λοφαετός, o σπιζαετός, o πύγαγρος, ο αχιαετός, o αστερίας, o άστορας, ο γυπογέρανος κ.ά … Dictionary of Greek
ακιπιτρίδες — (accipitridae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων, της υφομοταξίας των ατροπιδοφόρων. Οι α. περιλαμβάνουν τις οκτώ ακόλουθες υποοικογένειες: Ελανίδες. Είναι αρπακτικά πουλιά,πουτρέφονται με ερπετά, αμφίβια και έντομα και κυνηγούν μόνο… … Dictionary of Greek